χαροπαλεύω

χαροπαλεύω
αμετ.
1) быть при последнем издыхании; быть в агонии; 2) перен. биться из последних сил (во имя спасения, для достижения чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαροπαλεύω" в других словарях:

  • χαροπαλεύω — χαροπαλεύω, χαροπάλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαροπαλεύω — Ν 1. παλεύω με τον θάνατο, ψυχορραγώ 2. (γενικά) αγωνίζομαι να σωθώ από καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + παλεύω] …   Dictionary of Greek

  • χαροπαλεύω — χαροπάλεψα 1. παλεύω με το Χάρο, ψυχομαχώ: Χαροπαλεύει και έφεραν τον παπά να τον μεταλάβει. 2. αγωνίζομαι πολύ για να τα βγάλω πέρα, τσακίζομαι: Χαροπαλεύει για να επαρκέσει στις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαροπάλεμα — το, Ν [χαροπαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορραγῶ, έω, ΝΜΑ [ψυχορραγής] χαροπαλεύω, ψυχομαχώ …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορράγησα, ψυχομαχώ, βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, χαροπαλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»